πυρίγληνος

πυρίγληνος
-ον, Α
αυτός που έχει φλογερά, σπινθηροβόλα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + γλήνη «κόρη τού οφθαλμού, οφθαλμός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πυρίγληνον — πυρίγληνος fiery eyed masc/fem acc sg πυρίγληνος fiery eyed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυριγλήνοιο — πυρίγληνος fiery eyed masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυριγλήνοισι — πυρίγληνος fiery eyed masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυριγλήνου — πυρίγληνος fiery eyed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρίγληνοι — πυρίγληνος fiery eyed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοόγληνος — βοόγληνος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλα μάτια, σαν του βοδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + γληνος < γλήνη, η «κόρη του ματιού» (πρβλ. μελίγληνος, πυρίγληνος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”